Επιστροφή στις ρίζες
Με τον Γιάννη είμαστε συντοπίτες, γνωστοί που θα ανταλλάξουμε δυο κουβέντες, όταν βρεθούμε τυχαία στο δρόμο. Γνώριζα ότι διαπρέπει επαγγελματικά στην μαγειρική και έτσι όταν έμαθα ότι επέστρεψε μόνιμα στη Νάουσα μου κίνησε την περιέργεια. Πως ένας νέος με καλοπληρωμένη δουλειά και επιτυχημένη καριέρα αποφασίζει να επιστρέψει στον όμορφο, αλλά μικρό τόπο όπου γεννήθηκε? Την απορία έπρεπε φυσικά να μου την λύσει ο ίδιος. Ο Γιάννης Ακριτίδης εργάστηκε ως chef σε διακεκριμένα εστιατόρια και πεντάστερα ξενοδοχεία. Δίδαξε σε ιδιωτικές και δημόσιες σχολές, ενώ στο τσουκάλι του έχει διακρίσεις, επαίνους και βραβεύσεις. Εντούτοις τα άφησε όλα πίσω του, παίρνοντας μια γενναία κατά την γνώμη μου απόφαση. Να επιστρέψει στις ρίζες του και να συνδυάσει το πάθος του για την μαγειρική με την αγάπη του για την Νάουσα. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να τον εντάξω στους μικρούς ήρωες του mylittlestories. Η γενναιότητα της απόφασής του.
Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μαγειρική?
Το ενδιαφέρον μου για την γαστρονομία εκδηλώθηκε το 2006 και απογειώθηκε το 2018, σήμερα είναι πάθος. Τα συχνά τραπέζια που γίνονταν στο σπίτι των γονιών μου με έκαναν, από πολύ μικρό, να σκαλίζω συρτάρια και ντουλάπια καθώς ήθελα να ανακαλύψω τα μυστικά της κουζίνας. Τα φρέσκα υλικά, ο συνδυασμός τους, ακόμα και το στήσιμο ενός πιάτου είναι μια πρόκληση για εμένα, αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που επιδιώκω να μαθαίνω συνέχεια καινούρια πράγματα. Πιστεύω πως η μαγειρική δεν είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες, για μένα πάντως σιγούρα όχι. Καθώς μαγειρεύεις όλες οι αισθήσεις σου είναι σε λειτουργία και κάθε φορά είναι σαν να αρχίζεις από την αρχή. Το καλύτερο σημείο είναι όταν βλέπεις να δοκιμάζουν και να απολαμβάνουν το πιάτο σου.
Ποια είναι η πορεία του Γιάννη μέχρι τώρα? Με τα καλά και τα άσχημα.
Γεννήθηκα στην εύφορη Μακεδονική γη και συγκεκριμένα στη Νάουσα. Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με μικρασιατικές ρίζες όπου αρώματα, γεύσεις και εικόνες με μύησαν από πολύ νωρίς στο δικό μου ταξίδι της γαστρονομίας. Ξεκίνησα τις σπουδές μου στην Κέρκυρα και έπειτα συνέχισα στο μεγάλο, για εμένα, σχολείο την Αθήνα. Εκεί είχα την τύχη να συνεργαστώ με κορυφαία ονόματα της μαγειρικής από όλο τον κόσμο, όπως ο Γάλλος chef Stephanne Favero, ο Γερμανός Fritz Hummel, ο Αυστριακός Herbert Damboek, ο Iταλοκερκυραίος Ettore Botrini, ο Ασιάτης Kim Pak Chai, ο Kύπριος Χριστόφορος Πεσκιάς κ.α. Εργάστηκα σε μεγάλα ξενοδοχεία της Ελλάδας όπως το 5* Athens Ledra Marriott, το 5*Εagles Palace hotel & spa, το 5*Sani Resorts και αρκετά ακόμα. Σημαντική στιγμή στην μαγειρική μου καριέρα ήταν η συνεργασία μου με τον 3* Michelin chef Heinz Winkler και η βράβευση της ομάδας μας με το “Χρυσό σκούφο 2009”. Στην συνέχεια πήρα το δίπλωμά του ¨Sushi Master Chef¨ από την Sushi academy in Athens. Το μόνο αρνητικό σε όλα αυτά ήταν ο χρόνος και οι στιγμές που έχασα από την οικογένειά μου, κάτι που θα προσπαθήσω να διορθώσω στο εξής.
Στο σπίτι μαγειρεύεις εσύ?
Στο σπίτι μαγειρεύει η γυναίκα μου η Κατερίνα, και μπορώ να πω, πως αρκετές φορές με εκπλήσσει με αυτά που κάνει. Δεν είμαι όμως αυστηρός με την μαγειρική της, για ερασιτέχνη όντως τα φαγητά της είναι τέλεια.
Οι άντρες είναι τελικά καλύτεροι στη μαγειρική?
Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι βραβευμένοι chef είναι άντρες. Για κάποιο λόγο, που δεν ξέρω να σου εξηγήσω, θεωρώ πως οι άντρες είναι πιο τολμηροί στην κουζίνα. Είναι στο χαρακτήρα μας νομίζω να είμαστε πιο χαλαροί και αυτό μας επιτρέπει να λειτουργούμε με λιγότερο άγχος και περισσότερη φαντασία στην κουζίνα.
Τι σε έκανε να επιστρέψεις στη Νάουσα?
Καταρχήν η Νάουσα είναι η πόλη που μεγάλωσα και την λατρεύω. Τα τελευταία χρόνια η δουλειά μου στη Θεσσαλονίκη ήταν στρωμένη και δύσκολα θα την άφηνε κανείς. Αυτό που με τράβηξε πρώτα είναι η γυναίκα μου και το παιδί μου. Η μαγειρική είναι το πάθος μου, αλλά πλέον στη ζωή μας έχει προτεραιότητα η οικογένεια. Θέλω το παιδί μου να μεγαλώσει όπως και εγώ. Το οικονομικό δεν θα πρέπει να είναι το μόνο κριτήριο στη ζωή κάποιου. Το φυσικό περιβάλλον, οι ρίζες μας, οι συνθήκες διαβίωσης πρέπει όλα να προσμετρίουνται. Όταν επέστρεψα μόνιμα πλέον εδώ, κάποιοι αναρωτήθηκαν γιατί γύρισα στη Νάουσα, σε μια πόλη που πεθαίνει, η απάντηση μου είναι πως εμείς δεν ξέρουμε να αξιοποιήσουμε την πόλη μας αναλόγως. Όταν ο τόπος που μεγάλωσες, ο τόπος που έχεις τις ρίζες σου παρακμάζει τότε είναι που πρέπει να επιστρέψεις και να βοήθησεις με όποιο τρόπο μπορείς. Η επιστροφή μου στην Νάουσα δεν σημαίνει πως εγκατέλειψα τα όνειρα μου, κάθε άλλο. Μπορώ να μαγειρέψω σε κουζίνα ξενοδοχείου 100 τμ ή σε ένα κουζινάκι 2χ2, η μαγεία παραμένει ίδια για εμένα.
Όλο και περισσότεροι νέοι εγκαταλείπουν την επαρχία αρχικά και έπειτα την Ελλάδα, δεν μπορούμε αυτό να το αποτρέψουμε?
Φυσικά και μπορούμε. Η επαρχία απ’ άκρη σ’άκρη σε όλη την Ελλάδα είναι πλούσια σε πολλούς τομείς, αρκεί να τους αξιοποιήσουμε και να τους αναδείξουμε. Με όρεξη και συστηματική δουλειά δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Η επαρχία είμαστε όλοι εμείς, οι νέοι που την εγκαταλείπουμε για τις μεγάλες πόλεις.
Ποιο είναι το όνειρο του Γιάννη όσον αφορά στον ίδιο αλλά και για την πολή του.
Ο λόγος που έφυγα από τη Νάουσα το 2005 και γυρνάω το 2019 είναι για να αποκτήσω περισσότερες εμπειρίες, εικόνες και γεύσεις και φυσικά αντίληψη και αίσθηση της καλής κουζίνας. Όλες τις γνώσεις μου θα τις βάλω πλεόν στα μαγαζιά που θα συνεργαστώ. Το όνειρό μου για την Νάουσα, είναι να την ανεβάσω σε μαγειρικό επίπεδο ώστε να ακουστεί σε όλη την Ελλάδα, και θα τα καταφερώ. Όσον αφορά στο Γιάννη, θα το δειτε σε λίγα χρόνια.
Μέχρι τώρα πίστευα πως το να εγκαταλέιψεις τον τόπο σου αναζητώντας την τύχη σου αλλού είναι τρομερά δύσκολο. Ο Γιάννης με έκανε να το ξανασκεφτώ. Το να μείνεις και να παλέψεις, να μεγαλουργήσεις στο τίποτα, από το μηδέν δεν είναι απλά δύσκολο, είναι τολμηρό. Η κουβέντα μας με έκανε να αναρωτηθώ τι αξία έχουν άραγε οι ρίζες μας, πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί με τον τόπο που γεννηθήκαμε? Μία φίλη μου συνηθίζει να λέει πως ¨μυρίζει Νάουσα¨, κάθε φορά που φτάνει στην πόλη. Και έχει απόλυτο δίκαιο. Οι πρώτες μας εικόνες, τα αρώματα, τα ξέγνοιαστα παιχνίδια στις γειτονιές έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μας και αρκεί ένα ερέθισμα για να ξαναζωντανέψουν όλα. Να τον τιμάς τον τόπο σου, να τον πονάς, και αυτός δεν θα σε απογοητεύσει. Οι ρίζες που ποτίζονται αργά η γρήγορα θα ανθίσουν.
Δυο δώρα κάνε στα παιδιά, ρίζες να κρατηθούν, φτερά για να πετάξουν. St. George