Οι παντόφλες
Γυρνώντας σπίτι, μετά τη δουλειά, διέκρινα στην είσοδο, κάτω από την παπουτσοθήκη, ένα ζευγάρι παντόφλες, που δεν κατάφεραν ωστόσο, να κρυφτούν όσο καλά θα ήθελε ο κάτοχός τους. Πριν καν βάλω το κλειδί στην πόρτα, ήξερα, ότι στο σπίτι είχε έρθει η μάνα μου. Στο παρελθόν, αυτή της η συνήθεια να κυκλοφορεί με τις παντόφλες, υπήρξε αιτία για καβγά, αμέτρητες φορές. Εγώ να ρωτάω : “Μα γιατί επιμένεις να μην φοράς παπούτσια, δεν είσαι στην αυλή μας στο χωριό και εκείνη να απαντάει πάντα το ίδιο: “Έλα βρε κορίτσι μου τι σε ενοχλεί εσένα; ”
Η κυρά Βάσω, αυτή είναι η μάνα μου, με καταγωγή από το Καρπερό, ένα μικρό χωριό των Γρεβενών, από πολύτεκνη οικογένεια, μεγαλωμένη με πολλές δυσκολίες, στερήσεις αλλά και μπόλικη αγάπη. Γνώρισε τον πατέρα μου, παντρεύτηκαν και απέκτησαν δυο κόρες. Αν μου ζητούσαν να βάλω δίπλα στους γονείς μου μια λέξη, αυτή θα ήταν σίγουρα η λέξη δουλειά. Άνθρωποι εργατικοί, προκομμένοι που μέχρι και σήμερα, λίγο πριν τα 70 τους, πορεύονται μαζί.
Αρκετές φορές όταν ήμουν μικρή, ντρεπόμουν για τη μαμά μου. Ντρεπόμουν όταν ερχόταν να πάρει τους βαθμούς στο σχολείο με τα ρούχα της δουλειάς. Όταν τις ελάχιστες φορές, που κατάφερνε να παρευρεθεί σε κάποια σχολική γιορτή, δεν ήταν ντυμένη με ακριβά ταγέρ, ούτε είχε καλοχτενισμένα μαλλιά κομμωτηρίου, όπως οι περισσότερες μητέρες των συμμαθητών μου. Αισθανόμουν μειονεκτικά επειδή η μητέρα μου καθαρίζε σπίτια και σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να μάθουν οι φίλοι μου πως μια φορά την εβδομάδα έκανε τις δουλειές, στο σπίτι της καθηγήτριας Γαλλικών, ώστε να μπορώ εγώ να κάνω ιδιαίτερα. Στεναχωριόμουν γιατί η μάνα μου δεν είχε κολόνιες, καλλυντικά, ούτε τσάντες και κοσμήματα.
Ξέρεις μάνα πια δεν με ενοχλεί. Δεν με ενοχλεί που δεν φοράς ακριβά αρώματα και δεν βάζεις κραγιόν. Δεν με ενοχλεί που δεν θέλεις να βάψεις τα μαλλιά σου, ούτε που φοράς το ίδιο μπουφάν τα τελευταία δέκα χρόνια. Δεν με ενοχλεί που επιμένεις να έρχεσαι σπίτι μου, όπως είσαι με τις παντόφλες. Ξέρεις τι με ενοχλεί μάνα; Που άργησα να καταλάβω, πως όλα αυτά δεν έχουν καμία, μα καμία αξία.
Σχεδόν ένα χρόνο πριν, στην εκδήλωση που κάναμε με αφορμή το βιβλίο “Το Δώρο”, μαζί με τον Στέφανο Ξενάκη, είχα τη χαρά να γνωρίσω και τη μητέρα του. Ευγενική, λιγομίλητη, καμάρωνε διακριτικά τον γιό της. Όταν τελείωσε η παρουσίαση και καθίσαμε για φαγητό, η αγάπη του Στέφανου προς την μητέρα του ήταν το ίδιο έκδηλη. Άθελα μου όπως τους παρατηρούσα, διαπίστωσα πως και οι δυο ήταν πολύ απλά ντυμένοι. Ειδικά η μητέρα του, με τις κάλτσες της να φάνταζαν αταίριαστες, έτσι όπως ήταν κοντό το παντελόνι της. Και όμως κάνεις από τους δύο δεν έδειχνε να τον νοιάζει. Στη δική μας περίπτωση, για την ίδια παρουσίαση, έπρεπε να εγκρίνω από πριν, τι θα φορέσει η δική μου μητέρα. Γιατί;
Αυτό το “Γιατί” που δεν είχε απάντηση, ήταν αρκετό. Αρκετό για να καταλάβω το λάθος μου. Αρκετό ώστε να νιώσω ντροπή, που τόσο άδικα, για χρόνια, πλήγωνα την μητέρα μου. Για τα ρούχα της, που ήταν παλιά, αλλά πάντα πεντακάθαρα και καλοσιδερωμένα. Για τα μαλλιά της, που δεν ήταν του κομμωτηρίου, αλλά μοσχοβολούσαν σαπούνι. Για τα χέρια της, που ήταν ταλαιπωρημένα και μουτζουρωμένα από την δουλειά, αλλά πάντα ανοιχτά για να μας αγκαλιάσουν. Για το πρόσωπο της που ποτέ δεν ήταν μακιγιαρισμένο, ήταν όμως καθαρό και περήφανο.
Αλήθεια μάνα, δεν με ενοχλεί που φοράς παντόφλες. Με ενοχλεί που σε ανάγκαζα να τις κρύβεις.