Το Παγκάκι
Μικρά, μεγάλα, ξύλινα ή μεταλλικά, φρεσκοβαμμένα ή φθαρμένα από τον χρόνο, καθημερινά συναντάμε στο διάβα μας αμέτρητα παγκάκια. Σε κεντρικούς και πολυσύχναστους δρόμους, σε απόμερα και στενά σοκάκια, άλλοτε τα προσπερνάμε αδιάφορα και άλλοτε στεκόμαστε για μιαν ανάσα. Κάποτε ίσως σταθούμε για λίγο παραπάνω, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, να πιούμε καφέ, να φάμε ένα σάντουιτς, να κάνουμε κάποιο τηλεφώνημα.
Παγκάκια. Σε σταθμούς τρένων, σε αεροδρόμια και λιμάνια, σε αποβάθρες, σε πάρκα, σε γήπεδα και σε γειτονιές. Παγκάκια με θέα και χωρίς, που έγιναν σημείο συνάντησης για παράνομους εραστές, για έφηβους που δοκίμασαν κρυφά το πρώτο τους τσιγάρο, για γειτόνισσες που αντάλλαξαν συνταγές, για μαθητές που μοιράστηκαν σημειώσεις. Παγκάκια, που με τη φαντασία των παιδιών μεταμορφώθηκαν σε ψιλικατζίδικο και σε καράβι πειρατικό. Παγκάκια που οι άστεγοι τα κάνανε κρεβάτι.
Παγκάκια σε σχολεία, σε εκκλησίες, σε φυλακές και σε νοσοκομεία. Παγκάκια που βίωσαν αποχωρισμούς και ανταμώματα, που γεύτηκαν το πρώτο και το τελευταίο φιλί, που κρυφάκουσαν μυστικά, προσευχές, κλάματα, γέλια, φωνές μα και σιωπές. Που μύρισαν τον ιδρώτα του αθλητή που σταμάτησε για να δέσει τα κορδόνια του. Παγκάκια που γίνανε μάρτυρες ενός τσακωμού, ενός χωρισμού, μιας επανασύνδεσης. Παγκάκια που νιώσανε την αγάπη της μάνας που κάθισε για να θηλάσει το παιδί της, την απόγνωση του μεθυσμένου που βρήκε παρηγοριά στο ποτό, την κούραση του ηλικιωμένου που θέλησε να ξαποστάσει.
Παγκάκια που εκτός από τα σημάδια του καιρού και του χρόνου, του μαρκαδόρου και του σουγιά, έχουν χαραγμένες πάνω τους αμέτρητες ιστορίες. Ιστορίες αγάπης, παράφορου πάθους και ζήλιας. Ιστορίες ανεκπλήρωτου έρωτα, παράνομων συναλλαγών και εξομολογήσεων. Ιστορίες που μόλις ξεκίνησαν, και άλλες που οδεύουν προς το τέλος. Παγκάκια που κουβαλούν το βάρος των ανθρώπων κυριολεκτικά και μεταφορικά, κουβαλούν τις ιστορίες τους και είναι πολλές.
Τους τελευταίους μήνες, προσωπικοί λόγοι, οδήγησαν και τα δικά μου βήματα σε ένα παγκάκι. Στο παγκάκι μου, όπως συνηθίζω πλέον να το λέω, που τελικά γίνεται καταφύγιο και ησυχαστήριο τις ώρες που οι τοίχοι με πλάκωνουν. Κάθισα πάνω του ώρες πολλές, μοναχικές και ακούμπησα στο γερασμένο ξύλο του σκέψεις, δάκρυα, φωνές, σιωπές και μερικά ¨γιατί¨. Με δέχτηκε και με ανέχτηκε στωικά, αδιαμαρτύρητα. Με ήλιο, με βροχή, μεσημέρι και βράδυ ήταν εκεί και με περίμενε. Πάντα με περιμένει. Θα είναι εκεί μέχρι να ξεφτίσει το χρώμα του τελείως. Έχει γίνει πλέον μέσα μου σαφές πως οι άνθρωποι δεν θα πάψουν ποτέ να με απογοητεύουν, δεν θα πάψουν ποτέ να με εκπλήσσουν. Ακόμα και τότε όμως όταν οι άνθρωποι που πίστεψα χαθούν, εκείνο θα είναι εκεί. Δεν θα με κρίνει, δεν θα με πληγώσει, δεν θα με προδώσει.
Σαν μια φωνή να μου ψιθύριζε, ψάξε το δικό σου παγκάκι και κάθε φορά που θα νιώθεις κυνηγημένος, θα σέρνεις τον εαυτό σου μέχρι εκεί. Εκεί..για όσα δεν είπες ποτέ σε κανέναν και για όσα θέλησες να ουρλιάξεις. Το παγκάκι θα είναι εκεί. Για να γιορτάσεις την επιτυχία σου και να θέσεις καινούριους στόχους. Κάθε φορά που θα θέλεις να κλάψεις για τα λάθη σου, για τις χαμένες ευκαιρίες, για όσα ήλπισες και διαψεύστηκαν, αλλά και για όσα φοβήθηκες να τολμήσεις. Για τους ανθρώπους που ήρθαν στη ζωή σου και αποδείχθηκαν λίγοι. Για την αγάπη που έδωσες και δεν εκτιμήθηκε, για την αγάπη που σε κάποιον αρνήθηκες. Για ερωτήσεις που δεν είχες το θάρρος να κάνεις. Για απαντήσεις που δεν πήρες, για απαντήσεις που πήρες και δεν ήταν αρκετές. Το παγκάκι θα είναι εκεί. Πάντα θα είναι εκεί.
Αν ποτέ στη ζωή σας σταθείτε τυχεροί και συναντήσετε έναν άνθρωπο σαν το παγκάκι, κρατήστε τον με κάθε κόστος.
Στην πόλη όπου ζεις, θυμήσου να έχεις πάντα ένα παγκάκι αγαπημένο, ένα παγκάκι με θέα, όπου θα σέρνεις κάθε φορά την ψυχή σου μέχρι εκεί, τις νύχτες τις πιο δύσκολες, τις ‘κρύες’ νύχτες της ψυχής σου, τις νύχτες της πιο μεγάλης μοναξιάς. Γ. Ρίτσος
Θερμές ευχαριστίες στον Αργύρη Καραμούζα για την παραχώρηση των μοναδικών φωτογραφιών του.