Ο Κώστας Καλδάρας γράφει τη δική του ιστορία.
Ο Κώστας Καλδάρας γεννήθηκε στην Αθήνα, όμως τα τελευταία 9 χρόνια ζει με την οικογένειά του, μόνιμα στη Νάουσα. Πατέρας του ήταν ο Απόστολος Καλδάρας, ένας από τους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Καλλιτεχνικό και ανήσυχο πνεύμα και ο ίδιος εγκατέλειψε τις σπουδές του ως χημικός μηχανικός για να ασχοληθεί με τη μουσική, τον στίχο, το ραδιόφωνο, τη συγγραφή και τη ζωγραφική. Το πρώτο του τραγούδι, “Η εκτέλεση” ηχογραφήθηκε το 1988 στο Σείριο με τη στήριξη του Μάνου Χατζηδάκη και ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα, για να ακολουθήσει έπειτα από αυτό μια σημαντική δισκογραφία και μια λαμπρή καριέρα. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Οδός Πανός το πρώτο του βιβλίο, “Η Σκιά του Ταξιδευτή”, το οποίο μάλιστα βραβεύθηκε το 2015 από το Ίδρυμα Καλφιώτη. Το 2019 πραγματοποιήθηκε η έκθεση ζωγραφικής με τίτλο “Μουσικοί Καμβάδες ” στον πολυχώρο ΕΡΙΑ της Βέτλανς. Ένας άνθρωπος πολυτάλαντος, που θα αφήσει το δικό του στίγμα στη μουσική, και όχι μόνο, κληρονομιά του τόπου. Βρεθήκαμε πριν λίγες μέρες και με χαρά τον άκουσα να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του.
Πότε καταλάβατε ότι η μουσική είναι ο προορισμός της ζωή σας;
Για μένα η ενασχόληση μου με το ελληνικό τραγούδι και τη μουσική γενικότερα ήταν μια επαναστατική πράξη απέναντι στην οικογένεια μου. Οι οικογένειες της γενιάς μου είχαν σαν εικόνισμα τις σπουδές και την επαγγελματική αποκατάσταση. Θέλανε τα παιδιά τους γιατρούς, δικηγόρους ή μόνιμους στο δημόσιο. Έτσι ακολουθώντας και εγώ το ρεύμα και με τις παραινέσεις των δικών μου πήγα στο Πολυτεχνείο στη σχολή Χημικών Πολιτικών. Κάπου εκεί στο πτυχίο όμως το μετάνιωσα, στο μεταξύ είχα γράψει κάποια τραγούδια, είχε φωλιάσει μέσα μου το σαράκι ειδικά μετά από κάποιες εμφανίσεις, που γεύτηκα το χειροκρότημα. Ο πατέρας μου έλεγε τότε χαρακτηριστικά : “Αχ αυτό το χειροκρότημα σε έφαγε”. Πλέον ήξερα το δρόμο που θα ακολουθήσω. Υπήρχε βέβαια αντίδραση από την οικογένειά μου, κυρίως λόγω της ενασχόλησης του πατέρα μου με τη μουσική, που γνώριζε πολύ καλά τις δυσκολίες του χώρου.
Στο τελευταίο χρόνο των σπουδών μου, παντρεύτηκα, απέκτησα μια κόρη και αποφάσισα ότι δεν θα ακολουθήσω ποτέ το συγκεκριμένο επάγγελμα αλλά θα στραφώ στην έκφραση μου. Έκανα διάφορες ευκαιριακές δουλειές, όπως ταμίας στον ιππόδρομο, σκιτσογράφος, έκανα ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές, πουλούσα αγιογραφίες κ.α ώστε να μπορώ να συντηρήσω την οικογένειά μου. Παράλληλα σε κάθε ευκαιρία έγραφα τραγούδια, ώσπου το 1988 μια τυχαία συνάντηση με το Γιώργο Νταλάρα σε ένα ουζερί μου άνοιξε νέους δρόμους. Του είπα για τα τραγούδια μου, μου είπε φέρε να τα ακούσω και έτσι ξεκίνησε η ιστορία της δισκογραφίας με τη “Νυχτερινή Κυβέρνηση” με την αμέριστη συμπαράσταση του Μάνου Χατζηδάκη. Ήξερα πλέον ποιος ήταν ο δρόμος μου.
“Νυχτερινή Κυβέρνηση” 1988, “Γεια σας..που πέφτουν τα σύνορα;” 1991, “Καθρέφτες” 1992, “Τραγούδια απ΄το παράθυρο” 1997, “Πες μου ψυχή μου” 1999, “Στην αυλή του φεγγαριού” 2000
Μιλήστε μου λίγο για τις Γραμμές, την ιστορική αυτή μουσική σκηνή.
Με την Ελένη Τσαλιγοπούλου τραγουδούσαμε για ένα διάστημα σε μικρούς χώρους, 100-150 άτομα, αυτό αφενός μας έδινε το προς το ζην αλλά μας ευχαριστούσε κιόλας. Θυμάμαι όταν θέλαμε να πάρουμε έναν ακόμα μουσικό, ένα όργανο ακόμα δίναμε από ένα χιλιάρικο ο καθένας. Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία έκανα τη δική μου μουσική σκηνή. Από τις Γραμμές πέρασαν όλοι οι καλλιτέχνες, από το Μίκυ Θεοδωράκη, το Λουκιανό, το Μητσιά, το Σαββόπουλο, τη Μελίνα Κανά και πολλοί πολλοί άλλοι. Ήταν μια τρομερά επιτυχημένη καλλιτεχνικά και τρομερά αποτυχημένη οικονομικά σκηνή. Ως καλλιτέχνης προτιμούσα να στηρίζω οικονομικά τους συναδέρφους, παρά τον επιχειρηματία Κώστα. Για να καταλάβεις εκεί που έχει ένα μαγαζί τα καλύτερα τραπέζια, να στο πω έτσι, εγώ έστηνα τον ακριβότερο ήχο για να ευχαριστιούνται οι μουσικοί μου. Κάποια στιγμή η έλευση του ευρώ, η δημιουργία των μεγάλων κέντρων διασκέδασης, η είσοδος των μάνατζερ στο χώρο και άλλα τέτοια άχαρα πράγματα, ιστορίες που δεν μου αρέσει να θυμάμαι, είχαν σαν αποτέλεσμα να κλείσω το χώρο, που πρόσφερε απίστευτες στιγμές και αναμνήσεις. Οι Γραμμές άφησαν ιστορία.
Τι σας ώθησε να μετακομίσετε οικογενειακώς στη Νάουσα;
Μου άρεσε από τα παιδικά μου χρόνια σαν πόλη. Από τις εκδρομές που ερχόμασταν με τον πατέρα μου, είχε μείνει στην παιδική μνήμη μου σαν μια όμορφη ανάμνηση, με το έντονο πράσινο στοιχείο και τα πολλά νερά. Επιπλέον λόγω της συνεργασίας μου με την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τις εμφανίσεις μας στη Θεσσαλονίκη ήταν μια καλή αφορμή να έρχομαι και εγώ στη Νάουσα. Θυμάμαι ερχόταν φίλοι να μας δουν, ο Αναστάσης ο Κτώνας, ο Χρήστος ο Τοπούζης, ο Γιάννης ο Ταούλας, όλη η παρέα της καλύβας, όπως ονομάστηκε μετά. Και να τα καζάνια, να οι απόκριες, να οι φιλίες και οι κουμπαριές. Οπότε όταν το 2011 αποφασίσαμε με την γυναίκα μου να αφήσουμε την Αθήνα, η Νάουσα ήταν μονόδρομος. Είχαμε κουραστεί και οι δυο πλέον. Η Αθήνα εκείνο το διάστημα, ειδικά για εμάς που ασχολούμαστε με τις τέχνες ήταν αρκετά καταπιεστική, η δισκογραφία είχε πλέον πεθάνει και από το να καθόμαστε να αποτελούμε την νεκρική της πομπή αποφάσισαμε να φύγουμε. Έτσι όταν βρήκαμε το σπίτι που μας ταίριαζε μεταφέραμε την εστία μας στη Νάουσα.
Έχετε δικαιωθεί από την απόφαση αυτή;
Φυσικά και έχω δικαιωθεί, για αυτό άλλωστε είμαι ακόμα εδώ. Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, μετακομίζοντας σε μια πόλη σαν τη Νάουσα, δέχεται απλόχερα αυτό που του προσφέρει: το χρόνο. Στο χέρι σου είναι να τον αξιοποιήσεις. Στην Αθήνα μπορείς να κλειστείς σε ένα δωμάτιο με τον υπολογιστή, το κινητό, την τηλεόραση, εδώ δεν σε αφήνουν να συμβεί αυτό. Η φύση, το περιβάλλον, οι φίλοι, οι άνθρωποι θα σε καλέσουν προς τα έξω. Έτσι για μένα προσωπικά ήταν η καλύτερη απόφαση που θα μπορούσα να πάρω. Εκμεταλλεύτηκα το δώρο που μου έκανε η Νάουσα, γράφοντας από την αρχή τραγούδια, ζωγραφίζοντας, γράφοντας και παλεύοντας ξανά. Πέρα όμως από εμένα, τα παιδιά μου μεγαλώνουν σε ένα θαυμάσιο περιβάλλον, οπότε ωφέλησε και την οικογένεια αυτή η μετακόμιση. Σίγουρα τόσα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα δεν έχεις τις ίδιες προτάσεις για δουλειά, για συναυλίες, αφιερώματα και δημόσιες σχέσεις, αλλά το θεωρώ μικρό τίμημα, ειδικά για έναν δημιουργό που αυτό που χρειάζεται είναι ο χρόνος και η έμπνευση.
Είναι δύσκολο να κουβαλάς ένα όνομα τόσο βαρύ όσο του Απόστολου Καλδάρα;
Το όνομα στην οικογένεια μου δεν ήταν βαρύ. Ο πατέρας μου έκανε μια δουλειά και εγώ έβλεπα το δάκρυ του. Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα. Ποτέ δεν έφερε ο Απόστολος το όνομα του στο σπίτι, έφερνε τον πατέρα, που θα τσακωθεί, θα μιλήσει, θα συμβουλέψει το παιδί του. “Τη δουλειά μου κάνω”, αυτό έλεγε πάντα. Όταν εμφανίστηκα και εγώ στο προσκήνιο, μια μερίδα του κόσμου ίσως να έκανε τη σύγκριση ανάμεσα μας, Ωστόσο η μουσική δεν είναι μαγαζί που πάει από πατέρα σε γιο και πρέπει να διατηρήσεις την πελατεία του. Κάποιοι με κρίνανε αυστηρά λόγω του ονόματος μου, αλλά με τον πρώτο μου δίσκο τα πράγματα ξεκαθάρισαν, οι δρόμοι μας χώρισαν και μπήκα και εγώ στο πλήθος των καλλιτεχνών. Η κληρονομιά του Απόστολου ανήκει σε όλους.
Η μουσική δεν είναι μαγαζί που πάει από πατέρα σε γιο και πρέπει να διατηρήσεις την πελατεία του.
Πως είναι τα μουσικά δεδομένα στη Νάουσα;
Στη Νάουσα είμαι αυτάρκης μουσικά. Ότι χρειαστώ το έχω και κυρίως έχω δίπλα μου εμπνευσμένα μυαλά με καλή καρδιά. Η πόλη είναι γεμάτη ταλέντα και εξελιγμένους μουσικούς, έχουμε μια άριστη πρώτη ύλη την οποία οφείλουμε να στηρίξουμε και να δείξουμε. Στη Νάουσα οφείλεται το τραγούδι “Άγιο μου τσιπουράκι” της Ελένης Τσαλιγοπούλου, αλλά και ένας κύκλος καινούριων τραγουδιών, τα οποία μάλιστα ηχογραφήθηκαν στο στούντιο του Σταύρου του Παζαρέντζη, με τίτλο “Τα θέλω όλα”. Πρόκειται για 8 παιδικά -και όχι μόνο- τραγούδια, μεταξύ των οποίων και το ” Να χα δυο Ελλάδες” το οποίο ερμηνεύει η Ελένη Τσαλιγοπούλου. Στο δίσκο συμμετέχει και η Μαίρη Δούτση, μαθητές του 8ου νηπιαγωγείου, του 8ου δημοτικού και του 3ου γυμνασίου Νάουσας.
Πόσο επηρέασε τους καλλιτέχνες ο κορωνοϊός;
Οι καλλιτέχνες είμαστε ο πιο βαριά χτυπημένος κλάδος. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο του κορωνοϊού το ποσοστό ανεργίας έφτασε το 93%. Οι άνθρωποι των τεχνών είδαμε μια τραγική μείωση των εισοδημάτων μας. Μιλάμε για μια βουτιά στο γκρεμό, που κρατάει εδώ και 6 μήνες με το μέλλον να διαγράφεται αβέβαιο. Παρ΄όλ΄αυτά όμως βλέπουμε πως η μουσική δεν λείπει, δεν μπορεί να λείπει από τη ζωή μας. Ο ελληνικός λαός σε κάθε πτυχή της ζωής του τραγουδούσε. Τραγουδούσε πολεμώντας, τραγουδούσε υπομένοντας κακουχίες, τραγουδούσε τον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο. Δυστυχώς η νέα γενιά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχει μουσική παιδεία, δεν γνωρίζει τη μουσική μας κληρονομιά, την κουλτούρα μας και αυτό είναι πολύ λυπηρό. Η άγνοια του πολιτισμού είναι ένα μαράζι, γιατί αν χάσεις τον πολιτισμό, χάνεις και τη μνήμη σου, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Με τον πολύ καλό μου φίλο Σπύρο, λόγω της ιδιότητας του ως μουσικός αλλά κυρίως της αγάπης του για το τραγούδι, έχουμε κάνει αρκετές συζητήσεις για τα ακούσματα των νέων, για τη μουσική που διδάσκονται τα παιδιά μας στα σχολείο, αλλά και γι΄ αυτήν που επιλέγουν να ακούν έξω από αυτό. Κάποιες φορές συμφωνούμε, άλλες διαφωνούμε, καταλήγουμε όμως πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: Η μουσική οφείλει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας, στην καθημερινότητά μας. Άσχετα με το είδος της μουσικής που ευχαριστεί τον καθένα, τα παιδιά μας πρέπει να γίνουν κοινωνοί της μουσικής μας κληρονομιάς. Να γνωρίσουν την ιστορία, τις ρίζες και την εξέλιξη, αποκτώντας έτσι μουσική παιδεία. Ξέρω πως είναι δύσκολο καθώς οι απαιτήσεις για τους σημερινούς γονείς είναι πολλές, αλλά δεν είναι και ακατόρθωτο. Ο σταθμός στο αυτοκίνητο, ένα αφιέρωμα στην τηλεόραση, μια συναυλία, μια αναφορά σε έναν καλλιτέχνη, θα δώσει στο παιδί τα απαραίτητα ερεθίσματα ώστε να ψάξει μόνο του τη μουσική που θα το εκφράσει. Για εμένα προσωπικά η συνέντευξη με τον Κώστα Καλδάρα ήταν ένα χρήσιμο μάθημα, ευχή μου να ισχύσει το ίδιο και για τους αναγνώστες του Mylittlestories.
Η μουσική είναι ένας ηθικός κανόνας. Δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στη σκέψη, απογειώνει τη φαντασία, χαρίζει χαρά στη λύπη και ζωή στα πάντα. Πλάτων