Η Γκάιντα του Δασκίου Δημήτρης Τσιγγελόπουλος

Το Δημήτρη δεν τον γνωρίζω προσωπικά, ωστόσο οι φορές που μιλήσαμε στο τηλέφωνο ήταν αρκετές για να αντιληφθώ την ευγένειά του, την αυθεντικότητα και την αγάπη του για τον τόπο του και την παράδοσή του. Ένας παλικάρι 25 χρονών, που προτιμάει να περνάει τις μέρες του στο χωριό του το Δάσκιο, απολαμβάνοντας τον ήχο της γκάιντας, παρά στην πολύβοη Βέροια. Ένας άνθρωπος που η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν στα 15 του, ένας αυτοδίδακτος με ότι αυτό συνεπάγεται: αδιάκοπτη προσπάθεια, επιμονή και υπόμονη, μεράκι. Ένας γκαϊτατζής πλέον, που στα χέρια του το άψυχο δέρμα παίρνει ζωή και μας χαρίζει πρωτόγνωρες μελωδίες. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της τοπικής κοινωνίας, έφτασε στην Αμερική. Όπως καθετί αληθινό, η μουσική και το τραγούδι του Δημήτρη αγγίζει την ψυχή των ακροατών του, ταξιδεύοντας τους ταυτόχρονα στο χθες. Μια ιστορία που τώρα γράφεται, αφού ο ήρωας της έχει πολλά ακόμη να προσφέρει.

Η Γκάιντα

Η πρώτη αναφορά στην γκάιντα έγινε από τον παππού μου, ήμουν 15 ετών όταν με ρώτησε αν θα ήθελα να έχω μια δικιά μου. Απόρησα που το πρότεινε αλλά το θέμα σύντομα ξεχάστηκε, ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Έπειτα από καιρό, μια Κυριακή που τρώγαμε μπήκε στο σπίτι ο παππούς στεναχωρημένος, ο λόγος ήταν ότι ο Μπαρμπαγιάννης, ένας φίλος του και γκαϊτατζής από το Δάσκιο, είχε πεθάνει και μαζί του και η τέχνη της γκάιντας. Άφησα το φαγητό μου, σηκώθηκα από το τραπέζι και πήρα τηλέφωνο ένα φίλο μου στο χωριό, για να μάθω τι έγινε και τι ώρα είναι η κηδεία. Την επόμενη μέρα αφού τέλειωσα το γράψιμο, εξετάσεις έδινα, πήρα τον πατέρα μου και πήγαμε στο Δάσκιο. Είχε θυμάμαι πάρα πολύ κόσμο και στο τέλος της τελετής ο γιός του έπαιξε προς τιμή του πατέρα του γκάιντα. Εκείνη τη στιγμή, σφίχτηκε η καρδιά μου, είπα ότι κάτι θα χαθεί, κάτι θα μου λείψει, χωρίς να μπορώ να το προσδιορίσω.

Ο καιρός κύλησε, τελείωσα το λύκειο, δεν πέρασα εκεί που ήθελα και έτσι έπιασα μια εποχιακή δουλειά. Με τα πρώτα μου χρήματα, πήγα στον παππού μου και του είπα παππού τώρα θέλω να πάρω γκάιντα. Με έφερε σε επαφή με τον μπαρμπα-Θανάση, έναν φίλο του από το χωριό και μέσα σε μια βδομάδα μου ετοίμασε τη γκάιντα μου. Όταν πήγα να την πάρω και καθώς δεν είχα καμιά ιδέα, μου έδειξε κάποια βασικά για το πως θα τη χειρίζομαι, πως θα την προσέχω κτλ. Γύρισα σπίτι και ήμουν όλο χαρά, έπιασα τη γκάιντα στα χέρια μου αλλά φυσικά δεν μπορούσα να παίξω όπως περίμενα ή όπως θα ήθελα. Κάτι δεν κάνω καλά σκέφτηκα. Δεν το έβαλα κάτω, παρ΄ότι ήταν πολύ πιο εύκολο να σταματήσω. Είχα όμως μεράκι μέσα μου, έβαλα πείσμα και είπα θα τα καταφέρω. Το πρώτο τραγούδι που έμαθα ήταν το : Όλα τα περπάτησα. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η γιαγιά μου η Βιργινία Τσιγγελοπούλου, η οποία ήταν δίπλα μου από την αρχή, με στήριξε, με βοήθησε και πάντα θα την ευχαριστώ για αυτό. Φυσικά ένα ευχαριστώ οφείλω και στην οικογένεια μου, για την υπομονή αλλά και την αμέριστη συμπαράσταση της σε κάθε μου βήμα.

ΠΑΡΘΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

Μελέτη, επίβλεψη κατασκευών, διαμόρφωση και συντήρηση κτηρίων. Πολυετή εμπειρία & σεβασμός στον πελάτη Ερμού 37 Κοπανός Νάουσα ΤΚ 59035 email:parthen6@otenet.gr Tηλ: 233204167 Κιν: 6974709477

Ο χορός

Στο Δάσκιο κάθε Πρωτοχρονιά έχουμε ένα έθιμο Τα Λογκατζάρια, τα παιδιά ντύνονται με φουστανέλες τσολιάδες και με μια γκάιντα γυρνάνε το χωριό, περνώντας από όλα τα σπίτια και τραγουδώντας ένα συγκεκριμένο τραγούδι για τους Βασίληδες. Την ίδια χρονιά που ξεκίνησα να παίζω γκάιντα, ήρθε τις ημέρες των γιορτών στο σπίτι κάποιος που ασχολείται με το έθιμο, μου πρότεινε να συμμετέχω και εγώ με την γκάιντα. Εγώ δεν ήξερα τίποτα από χορό και γενικά ντρεπόμουν πάρα πολύ. Παρ’ όλ’ αυτά εκείνος έφερε τη φορεσιά και μου είπε πως αν το αποφάσιζα θα με περιμέναν, αν πάλι πήγαινα και δεν μου άρεσε θα μπορούσα να φύγω την ίδια στιγμή. Ο τρόπος που μου το παρουσίασε μου κίνησε το ενδιαφέρον και έτσι αποφάσισα να συμμετέχω. Την επόμενη χρονιά πήγα από μόνος μου, χωρίς να μου το ζητήσει κανένας, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα τρόπους να συνεχίσω όλο αυτό και έτσι γράφτηκα στο χορευτικό τμήμα της Στέγης στη Βέροια, με χοροδιδάσκαλο τον Σάκη Σταυρίδη. Από τότε και μέχρι σήμερα ο χορός και η γκάιντα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.

Το ταξίδι στην Αμερική

Η πρώτη πρόσκληση μου έγινε από τον Αχιλλέα τον Τσιάρα, τον χοροδιδάσκαλο. Μου μίλησε για ένα σεμινάριο που είχε παρεβρεθεί στην Αμερική και για την επιθυμία των εκεί διοργανωτών να παρουσιάσουν μια περιοχή της Ελλάδας όχι τόσο γνώστη, όπως είναι η Ήπειρος, η Θράκη, ο Πόντος κτλ. Έτσι σκέφτηκε τα Πιέρια Ημαθίας και εμένα με τη γκάιντα. Ήρθα σε επαφή με τον Στηβ Θεοδωσιάδη, του έστειλα κάποια κομμάτια με άκουσε και έτσι το Φεβρουάριο του 2019 βρέθηκα για πρώτη φορά στην Αμερική, στην ετήσια διοργάνωση Greek Folk Dance Festival. Ενσωματώθηκα στη χορευτική ομάδα Σουλιώτες Αγίου Δημητρίου Σιάτλ συμμετείχαμε στον 42ο Διαγωνισμό Παραδοσιακών Χορών. Διαγωνίστηκαμε ανάμεσα σε 11 χορευτικά στην κατηγορία Advanced Intermediate και καταφέραμε να αποσπάσουμε, 1ο Βραβείο καλύτερης φορεσιάς, 1ο Βραβείο καλύτερου τραγουδιού και 2ο Βραβείο χορού. Φέτος κληθήκαμε να παρουσιάσουμε έναν παραδοσιακό γάμο, όπως γινόταν στην περιοχή πολλά χρόνια πριν και κερδίσαμε 3η Θέση στο χορό και βραβείο καλύτερου τραγουδιού.

Οι φορεσιές

Από την Αμερική μου ζήτησαν να τους πάω μια νυφιατικη φορεσιά, ώστε να την παρουσιάσουμε στο διαγωνισμό. Το μόνο εύκολο για μένα ήταν να πάω στο σύλλογου του χωριού, να δανειστώ μια φορεσιά, να ράψω μια αντίστοιχη και να τελειώνω, να κάνω στην ουσία ένα αντίγραφο. Δεν μου άρεσε όμως η εύκολη λύση, ήθελα να ψάξω το δύσκολο δρόμο να ανακαλύψω και εγώ την ιστορία της στολής, όπως ήταν το 1930. Επισκέφτηκα λοιπόν κάποιες γιαγιάδες του χωριού μου και στάθηκα πολύ τυχερός. Η μία είχε στο μπαούλο της ένα γιλέκι και μία άλλη είχε το φόρεμα που φορούσαν κάτω από το γιλέκι. Παράλληλα έψαξα και βρήκα ότι το 1995 είχε γίνει στη Σφηκιά μια καταγραφή για τη συγκεκριμένη φορεσιά, που είναι πάνω κάτω ίδια με τη δική μας. Έτσι καθήσαμε με τη κ. Γεωργία Παπαϊωάνου, τη μαμά του φίλου μου του Γιάννη Τσιρογιάννη και ράψαμε μια ολόιδια νυφιάτικη φορεσιά.

Το ευχάριστο για μένα ήταν ότι λίγες μέρες μετά ανακάλυψα μια φωτογραφία της εποχής και διαπιστώσαμε πως κάναμε πολύ καλή δουλειά. Είναι μία από τις πιο συγκινητικές και υπέροχες στιγμή στη ζωή μου. Από αριστερά η γιαγιά Ελένη Τσιγγενοπούλου 1954 και 66 χρόνια μετά, δεξιά η Ανδριάνα Μαργαρίτης 2020. Πραγματικά νοιώθω τόση ικανοποίηση βλέποντας ότι έχω φτάσει στο επιθυμητό και ακριβές αντίγραφο της παλαιότερης παραδοσιακής φορεσιάς του Δασκίου Ημαθίας. Πραγματικά ο κόπος άξιζε και είναι εμφανής η υπέροχη και αυθεντική δουλειά. Η φορεσιά μας βρίσκεται πλέον στην Αμερική, και χάρις σε αυτήν η ομάδα μου απέσπασε το 1ο βραβείο στην κατηγοριά αυτή.

Η παράδοση

Στη λέξη παράδοση, ξεχωριστή σημασία έδωσε και δίνει ο φίλος και αδερφός Γιάννης Τσιρογιάννης, με την εμπειρία του, την αγάπη και τις γνώσεις του. Για μένα παράδοση είναι κάτι ιερό, και αν χαθεί θα έχουμε χάσει κομμάτι του εαυτού μας. Αν εγώ για παράδειγμα που είμαι από το Δάσκιο, χάσω τα παραδοσιακά μας τραγούδια, τον ήχο της γκάιντας, τους χορούς, αν ο καθένας χάσει κομμάτι από το παρελθόν του θα χαθεί και σαν άνθρωπος. Δεν λέω να μάθουν όλοι να παίζουν γκάιντα, δεν λέω να μάθουν όλοι να χορεύουν, αλλά να κρατάνε κάτι από την κουλτούρα μας, να μην τα ισοπεδώνουμε όλα, λέγοντας έλα μωρε τώρα δεν πειράζει. Όλα έχουν την σημασιά τους, είναι οι ρίζες μας, η ιστορία μας, θα είναι κρίμα να τα χάσουμε.

Όλοι μας από κάπου προερχόμαστε και κάπου ανήκουμε. Ειδικά εμείς οι Έλληνες, αφού σαν λαός έχουμε την τύχη, την ευλογία να κουβαλάμε στις πλάτες μας μια έντονη πολιτιστική κληρονομιά, την οποία αν μη τι άλλο οφείλουμε να σεβόμαστε. Όπως ένα δέντρο με την πάροδο του χρόνου αποκτά ρίζες πιο μεγάλες, πιο γερές έτσι και ο άνθρωπος χρειάζεται τις ρίζες του για να στεριώσει κάπου, να μην τον παρασύρει το πρώτο φύσιγμα του ανέμου. Δεν είναι μόνο ο χορός, οι φορεσιές και τα τραγούδια. Παράδοση είναι τα τσουρέκια και τα κόκκινα αυγά το Πάσχα, η λαμπάδα που θα φέρει η νονά, η ιεροτελεστία της μαγειρίτσας. Παράδοση είναι να φορέσεις τα καλά σου για να πας στην εκκλησία και να καθήσεις μετά στο γιορτινό τραπέζι. Παράδοση είναι ο τρόπος που στεκόμαστε απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, στη χαρά και στη λύπη, οι αξίες, τα ιδανικά, η κουλτούρα και η φιλοσοφία μας. Ποιοι θα ήμασταν τελικά χωρίς τις ρίζες μας; Ποιοι θα είμαστε αν χαθεί η παράδοσή μας;

Share your thoughts